SKLS-IP

SKLS IP

SKLS-IP

Εμπορικό Σήμα

Τα εμπορικά σήματα προσδιορίζουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες και διακρίνουν έναν κατασκευαστή ή μια επιχείρηση από τους ανταγωνιστές. Τα εμπορικά σήματα μπορούν να αποτελέσουν το πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο μιας επιχείρησης.

Τα εμπορικά σήματα στην Ελλάδα ρυθμίζονται από τον πρόσφατο ελληνικό νόμο περί εμπορικών σημάτων αριθ. 4679/2020, ο πλήρης τίτλος του οποίου είναι “Εμπορικά σήματα – Εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα εμπορικά σήματα και της οδηγίας 2004/48/ΕΚ για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και άλλες διατάξεις”. Ο νόμος δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης ΦΕΚ 71/Α/20.03.2020 και τέθηκε σε ισχύ στις 20 Μαρτίου 2020.

Το εμπορικό σήμα μπορεί να αποτελείται από οποιαδήποτε σημεία, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών ονομάτων, ή σχέδια, γράμματα, αριθμούς, χρώματα, το σχήμα των εμπορευμάτων ή της συσκευασίας των εμπορευμάτων, ή ήχους, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά: α) να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων και β) να απεικονίζονται στο μητρώο κατά τρόπο που να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό να προσδιορίζουν το σαφές και ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχεται στον δικαιούχο του.

Τα “μη παραδοσιακά” σήματα προστατεύονται επίσης και καταχωρίζονται στην Ελλάδα ως εθνικά σήματα, δηλαδή τα τρισδιάστατα σήματα (σχήματος), τα σήματα θέσης, τα σήματα σχεδίου, τα σήματα χρώματος per se, τα σήματα ήχου, τα σήματα κίνησης, τα σήματα πολυμέσων, τα σήματα ολογράμματος. Για τα συλλογικά σήματα και τα σήματα πιστοποίησης έχουν θεσπιστεί ειδικές διαδικασίες καταχώρισης.

Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, τα εμπορικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUTM) που κατατίθενται στον EUIPO τυγχάνουν ίσης προστασίας με την προστασία των εθνικών σημάτων (άρθρο 83 του ελληνικού νόμου περί εμπορικών σημάτων αριθ. 4679/2020).

Ο νέος νόμος Εμπορικών Σημάτων εφαρμόζεται επίσης στις Διεθνείς Καταχωρήσεις (ΔΚ) σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Μαδρίτης, όπου το σήμα βάσης είναι ελληνική αίτηση ή καταχώριση σήματος, και στις ΔΚ που κατονομάζουν την Ελλάδα (άρθρα 71-82 του ελληνικού νόμου ΤΜ αριθ. 4679/2020).

Οι αλλοδαπές αιτήσεις εμπορικών σημάτων έχουν δικαίωμα ή προτεραιότητα έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στη χώρα προέλευσης. Το πιστοποιητικό προτεραιότητας πρέπει να κατατεθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στην Ελλάδα.

Τα οφέλη από την καταχώριση ενός εμπορικού σήματος περιλαμβάνουν την πρόσβαση στις διαδικασίες του διοικητικού, αστικού και ποινικού δικαίου για την προστασία από την παράνομη χρήση και/ή την καταχώριση ενός παραβατικού σήματος. Η επιβολή του δικαιώματος είναι ευκολότερη από ό,τι για ένα μη καταχωρισμένο σήμα. Η απλή προσκόμιση του πιστοποιητικού του σήματος αρκεί για την άσκηση νομικής αγωγής κατά της παράνομης χρήσης πανομοιότυπου σήματος. Η καταχώριση του σήματος αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη της κυριότητας και της εγκυρότητας αυτού. Βάσει γενικής αίτησης που υποβάλλεται στο τελωνείο, ο ιδιοκτήτης ενημερώνεται για ύποπτα μη εξουσιοδοτημένα εμπορεύματα και είναι δυνατή η κατάσχεση από τις τελωνειακές αρχές των εισαγόμενων μη εξουσιοδοτημένων εμπορευμάτων.

Τα μη καταχωρισμένα σήματα, που αποκαλούνται ειδικότερα “διακριτικά γνωρίσματα”, προστατεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 13-15 του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού αριθ. 146/1914, εφόσον διαθέτουν διακριτικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνται στις εμπορικές συναλλαγές με συστηματικό, συνεχή και ουσιαστικό τρόπο επί μακρό χρονικό διάστημα, έτσι ώστε το σημείο να έχει καθιερωθεί στην αγορά ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης που το χρησιμοποιεί.

Τα προσωπικά ονόματα και οι εταιρικές επωνυμίες που δεν έχουν καταχωριστεί ως εμπορικά σήματα προστατεύονται από ειδικές διατάξεις της αστικής και εμπορικής νομοθεσίας που προστατεύουν το όνομα του προσώπου και τις εταιρικές επωνυμίες.

Μια αίτηση για ελληνικό εμπορικό σήμα μπορεί να κατατεθεί ηλεκτρονικά ή σε έντυπη μορφή επιτόπου στο Ελληνικό Γραφείο Εμπορικών Σημάτων, το οποίο πρόσφατα μεταφέρθηκε στις νέες εγκαταστάσεις του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ) στην Αθήνα.

Η αίτηση εμπορικού σήματος για αλλοδαπή οντότητα πρέπει να κατατεθεί μαζί με ένα πληρεξούσιο, απλά υπογεγραμμένο από τον αιτούντα, σε μορφή .pdf. Το επίσημο τέλος για την ηλεκτρονική κατάθεση αίτησης εμπορικού σήματος σε μία κατηγορία είναι 100 ευρώ συν 20 ευρώ για κάθε επιπλέον κατηγορία. Το επίσημο τέλος για την εκπροσώπηση της αλλοδαπής οντότητας είναι 214 ευρώ.

Ο εξεταστής του ελληνικού TMO εξετάζει την αίτηση σήματος και δεν την απορρίπτει πλέον βάσει σχετικών λόγων απόρριψης. Ο Εξεταστής εξετάζει τις διατυπώσεις, την ταξινόμηση, την προτεραιότητα, όταν ισχύει, τους κανονισμούς που διέπουν τη χρήση του σήματος για τα συλλογικά σήματα και τα σήματα πιστοποίησης και τους απόλυτους λόγους απόρριψης. Ο εξεταστής ειδοποιεί τον αιτούντα ή τον εκπρόσωπό του, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για κάθε έλλειψη ή απόλυτο λόγο απόρριψης και δίνει προθεσμία 30 ημερών για την αποκατάστασή της ή/και την υποβολή παρατηρήσεων. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί. Η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή για καταχώριση εντός 30 ημερών από την υποβολή της απάντησης. Η απόφαση του εξεταστή που απορρίπτει εν μέρει ή εξ ολοκλήρου μια αίτηση υπόκειται σε προσφυγή εντός 60 ημερών. Εάν δεν υποβληθεί ένσταση, η απόφαση του εξεταστή που αποδέχεται την αίτηση για καταχώριση δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του ΤΜΟ εντός 50 ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης. Μετά την κατάθεση της αίτησης, ο ερευνητής του TMO πραγματοποιεί έρευνα για το σήμα και ενημερώνει τους δικαιούχους για προηγούμενες καταχωρίσεις/αιτήσεις για λόγους ανακοπής.

Το σήμα καταχωρίζεται τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση της απόφασης του εξεταστή που αποδέχεται την καταχώρισή του, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει υποβληθεί ανακοπή από τρίτο μέρος, δηλαδή το σήμα καταχωρίζεται εντός 4-7 μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης. Το ελάχιστο κόστος για την καταχώριση σήματος στην Ελλάδα σε μία τάξη είναι περίπου 450 ευρώ. Σε περίπτωση άσκησης ανακοπής, το σήμα μπορεί να καταχωριστεί εντός ενός έτους έως και επτά ετών από την ημερομηνία κατάθεσης, αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία ανακοπής ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων και οι ενδεχόμενες προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια.

Η καταχώριση ελληνικού σήματος ισχύει για περίοδο 10 ετών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης και μπορεί να ανανεωθεί για περαιτέρω 10ετείς περιόδους. Δεν απαιτείται η υποβολή αποδεικτικών στοιχείων χρήσης για σκοπούς καταχώρισης ή ανανέωσης. Η αίτηση ανανέωσης μπορεί να υποβληθεί έξι μήνες πριν από τη λήξη ή εντός περιόδου χάριτος έξι μηνών μετά τη λήξη της καταχώρισης ή της μεταγενέστερης ανανέωσής της, αλλά τα δικαιώματα που αποκτούν τρίτοι εντός της εν λόγω περιόδου χάριτος δεν επηρεάζονται από το νέο καθεστώς. Το επίσημο τέλος για την ανανέωση σήματος σε μία τάξη είναι 90 ευρώ συν 20 ευρώ για κάθε πρόσθετη τάξη.

Δεν απαιτείται η υποβολή προηγούμενης χρήσης για την κατάθεση αίτησης ούτε για την καταχώρισή της. Το σήμα υπόκειται σε ανάκληση εάν, εντός συνεχούς πενταετούς περιόδου, δεν έχει τεθεί σε πραγματική χρήση σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί και δεν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για τη μη χρήση του. Η χρήση αυτή δεν πρέπει να έχει ανασταλεί για συνεχή περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία καταχώρισης.

Ανακοπή από τρίτο μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε μετά την ημερομηνία κατάθεσης μέχρι τρεις μήνες μετά την ανάρτηση (δημοσίευση) της απόφασης του εξεταστή που αποδέχεται την καταχώριση ενός σήματος στον δικτυακό τόπο του Ελληνικού Γραφείου TM. Η βάση της ανακοπής μπορεί να είναι απόλυτοι λόγοι απόρριψης, συμπεριλαμβανομένης της κακής πίστης, ή σχετικοί λόγοι απόρριψης, δηλαδή προγενέστερα δικαιώματα.

Η ανακοπή εκδικάζεται σε ακρόαση ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (ΔΕΜ), εντός τεσσάρων έως οκτώ μηνών από την κατάθεση της ανακοπής. Ο πρόεδρος της ATC χορηγεί προθεσμία δύο μηνών μετά από κοινό αίτημα των μερών για φιλική διευθέτηση της διαφοράς. Κατά την ακρόαση της ανακοπής, ο καταθέτης του προσβαλλόμενου σημείου μπορεί να ζητήσει την απόδειξη της χρήσης του σήματος του ανακόπτοντος, κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου που προηγείται της ημερομηνίας κατάθεσης ή της ημερομηνίας προτεραιότητας του μεταγενέστερου σήματος, ή ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι για τη μη χρήση. Ελλείψει τέτοιας απόδειξης, η ανακοπή απορρίπτεται και η ουσία της υπόθεσης δεν εξετάζεται από το ATC. Μετά την ακρόαση της ανακοπής το ATC εκδίδει την απόφασή του σε περίπου τέσσερις έως οκτώ μήνες. Κατά της απόφασης του ATC μπορεί να ασκηθεί προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο της Αθήνας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Για νομικά ζητήματα η απόφαση μετά τη δεύτερη προσφυγή μπορεί να ακυρωθεί από το Conseil d’Etat.

Οι ενέργειες ακύρωσης κατά της καταχώρισης ενός εμπορικού σήματος είναι η αίτηση ανάκλησης και η αίτηση κήρυξης ακυρότητας.

Ένα εμπορικό σήμα μπορεί να ανακληθεί λόγω μη χρήσης ή παύσης της χρήσης για πέντε συνεχή έτη μετά την καταχώρισή του ή επειδή, λόγω πράξεων ή αδράνειας του δικαιούχου, έχει καταστεί η κοινή εμπορική ονομασία για ένα προϊόν ή μια υπηρεσία για την οποία έχει καταχωριστεί- ή επειδή, λόγω της χρήσης του, ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό, ιδίως όσον αφορά τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών. Η αίτηση ανάκλησης ενός εμπορικού σήματος κατατίθεται στο TMO και εκδικάζεται από το ATC. Η απόφαση του ATC υπόκειται σε έφεση στο πολιτικό δικαστήριο της Αθήνας για νομικά και ουσιαστικά ζητήματα. Απαιτείται κοινοποίηση του μητρώου στο TMO.

Ένα εμπορικό σήμα μπορεί να κηρυχθεί άκυρο βάσει απόλυτων ή σχετικών λόγων απόρριψης. Η αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας κατατίθεται στο TMO και εκδικάζεται από το ATC. Η απόφαση του ATC υπόκειται σε έφεση ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου της Αθήνας για νομικά και ουσιαστικά ζητήματα. Απαιτείται η κοινοποίηση του μητρώου στο TMO. Ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή ο κάτοχος άλλου προγενέστερου δικαιώματος – όπως μη καταχωρισμένο δικαίωμα σε σημείο, δικαίωμα σε όνομα ή άλλο δικαίωμα προσωπικότητας ή δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας – δεν δικαιούται να καταθέσει αίτηση ακυρότητας κατά μεταγενέστερης καταχώρισης σήματος, όταν ο δικαιούχος/κάτοχος έχει συναινέσει, επί πέντε συναπτά έτη, στη χρήση μεταγενέστερης καταχώρισης σήματος, ενώ γνώριζε τη χρήση αυτή, εκτός εάν η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος ζητήθηκε κακόπιστα.

Οι νομικές ενέργειες κατά της παραβίασης του εμπορικού σήματος μπορούν να κινηθούν στα αστικά ή ποινικά δικαστήρια ή και στα δύο. Τα ασφαλιστικά μέτρα και τα προσωρινά περιοριστικά μέτρα μπορούν να ασκηθούν σε όλα τα πολιτικά πρωτοδικεία στην Ελλάδα. Ο ελληνικός νόμος περί εμπορικών σημάτων περιέχει ποινικές διατάξεις που απειλούν με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματικές ποινές (τουλάχιστον 6.000 ευρώ) κατά του παραβάτη που ενεργεί εν γνώσει του και για τα γνωστά σήματα για εκούσια χρήση από τον παραβάτη. Σε περιπτώσεις ταυτόσημου σημείου και ταυτότητας ή μεγάλης ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή όταν το ποσό της ζημίας που προκαλείται είναι μεγάλο ή γίνεται σε εμπορική κλίμακα, απειλείται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή μεταξύ 6.000 και 30.000 ευρώ. Ενδέχεται να εφαρμόζονται και άλλες διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας, όπως για απάτη ή πλαστογραφία. Η προθεσμία για την αξίωση αποζημίωσης είναι πέντε έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα για πρώτη φορά η παράβαση. Η γενική προθεσμία για την υποβολή αγωγής για παραβίαση είναι 20 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία ο κάτοχος του εμπορικού σήματος έλαβε για πρώτη φορά γνώση της παραβίασης.